- ἔφθειρον
- φθείρωdestroyimperf ind act 3rd plφθείρωdestroyimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ … Dictionary of Greek